Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

«Μπορούν οι εξαπατητές να παίξουν το παιχνίδι;»

γράφει ο Μανώλης Ιωαννίδης

Αρκετοί από τους σύγχρονους φιλοσόφους του αθλητισμού και της φυσικής αγωγής υποστηρίζουν με θέρμη τη θέση ότι δεν συμβαδίζει με τη λογική το γεγονός της συμμετοχής ή και της νίκης σε ένα παιχνίδι τη στιγμή που παραβιάζονται ένας ή περισσότεροι κανόνες του παιχνιδιού.
Ο Bernard Suits (1967) προσπαθεί να διασαφηνίσει την έννοια του παιχνιδιού. Το παιχνίδι έχει συγκεκριμένο σκοπό και σαφείς κανόνες που διασαφηνίζουν τα αποδεκτά πλαίσια ενεργειών με στόχο την κατάκτηση της νίκης. Οι κανόνες στο παιχνίδι είναι αλληλένδετοι με το σκοπό. Όταν οι κανόνες παραβιάζονται, τότε μεταβάλλεται ο σκοπός του παιχνιδιού. Αυτό συμβαίνει γιατί κάποιος δεν μπορεί να κερδίσει αν δεν παίξει και κάποιος δεν μπορεί να παίξει αν δεν τηρήσει τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η νίκη στο παιχνίδι δεν συμβαδίζει με την εξαπάτηση. Ο Bernard Suits αναφέρει κάποια παραδείγματα. Σε έναν αγώνα δρόμου, ο αθλητής επιλέγει να τρέξει στον διάδρομο του στίβου και να προσπαθήσει να τερματίσει πρώτος από το να «κόψει» δρόμο διαμέσου του γηπέδου.
Στο πόκερ (παιχνίδι με την τράπουλα) για να είναι κάποιος νικητής πρέπει στο τέλος του παιχνιδιού να έχει συγκεντρώσει περισσότερα χρήματα από όσα είχε κατά την έναρξη του παιχνιδιού. Αυτό μπορεί να το πετύχει και με άλλους τρόπους όπως να κλέψει «βγάζοντας άσσους από το μανίκι» ή να χτυπήσει στο κεφάλι τον αντίπαλο και να του πάρει όλα τα χρήματα. Σε αυτές λοιπόν τις καταστάσεις κανείς δε μπορεί να ισχυριστεί ότι νίκησε στο παιχνίδι, αφού τα μέσα που χρησιμοποίησε ήταν μη επιτρεπτά ή προβλέψιμα από τους κανόνες του παιχνιδιού.
Στο γκολφ δεν αρκεί να μπει το μπαλάκι στην τρύπα. Το μπαλάκι πρέπει να μπει σε συγκεκριμένη τρύπα, με όσον το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, με ειδική τεχνική, προκαθορισμένη απόσταση και με συγκεκριμένο μπαστούνι. Ένας διαφορετικός και μη νόμιμος τρόπος είναι να βάλεις το μπαλάκι στην τρύπα χτυπώντας το με το χέρι από κοντινότερη απόσταση και στο τέλος να δηλώσεις ότι το πέτυχες με μια μόνο προσπάθεια.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι ο σκοπός στο πόκερ δεν είναι να κερδίσεις λεφτά ή στο γκολφ απλά να βάλεις το μπαλάκι στην τρύπα, αλλά να τα κάνεις αυτά σύμφωνα με τους κανόνες. Οι κανόνες είναι αυτοί που ορίζουν το παιχνίδι και το κάνουν κοινά αποδεκτό.
Ο Lehman Craig (1981) αναφέρει δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Ο Gaylord Perry των Atlanta Braves, ένας από τους κορυφαίους αθλητές του baseball (μπέϊζμπολ), που χρησιμοποιούσε τη ρίψη spitball. Ο Grantland Rice αθλητής του επαγγελματικού Αμερικάνικου Football. Οι αθλητές αυτοί εφάρμοζαν συγκεκριμένες τεχνικές που δεν είναι απολύτως σύμφωνες με τους κανόνες διεξαγωγής του αθλήματος τους. Τους παραπάνω αθλητές οι θεατές τους θεωρούν πολύ καλούς χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν την εν μέρει παραβίαση των κανονισμών.
Οι αθλητές ερασιτεχνικού επιπέδου ιδιαίτερα όταν βρίσκονται στο στάδιο της εκμάθησης, παραβιάζουν χωρίς επίγνωση τους κανονισμούς του παιχνιδιού. Επίσης, οι σχολιαστές των αγώνων και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε) αναφέρουν και προβάλουν μη εσκεμμένες παραβιάσεις των κανονισμών, αλλά δεν μπαίνουν στον πειρασμό να δηλώσουν ότι δεν πραγματοποιήθηκε παιχνίδι. Επιπρόσθετα, κανένας δεν έχει θέμα για διαγραφή των εξαπατητών, δηλαδή των αθλητών που παραβιάζουν τους κανονισμούς, από το πάνθεον των νικητών. Οι παραπάνω καταστάσεις λαμβάνουν χώρα στον ατομικό και ομαδικό αθλητισμό. 
Τα αναφερθέντα παραδείγματα φαίνεται να οφείλονται στη δύναμη της συνήθειας που επιβάλει η κοινωνική πρακτική. Τα παιχνίδια διεξάγονται στα πλαίσια κοινωνικών πρακτικών και οι παραβάσεις των κανονισμών πρέπει να αξιολογηθούν μέσα σε αυτά τα πλαίσια. Αν η αξιολόγηση κυμανθεί μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών πρακτικών, θα είναι εφικτός ο προσδιορισμός της νίκης ή του αθέμιτου ανταγωνισμού.
Οι αγώνες διεξάγονται σύμφωνα πάντα με τους προβλεπόμενους κανόνες. Υπεύθυνοι για την άρτια διεξαγωγή του παιχνιδιού σύμφωνα με τους κανόνες είναι οι «άρχοντες» του παιχνιδιού, δηλαδή οι διαιτητές, οι κριτές, οι επόπτες κ.τ.λ. Μια αντικειμενική δυσκολία κατά τη διάρκεια ενός αγώνα είναι να τιμωρηθούν όλες οι παραβάσεις των κανονισμών. Οι άρχοντες του παιχνιδιού αδυνατούν να δουν και να τιμωρήσουν όλες ανεξαιρέτως τις παραβάσεις των κανονισμών. Από την άλλη πλευρά όμως, πιθανόν να είναι λιγότερο απολαυστικό να παρακολουθεί κάποιος έναν αγώνα εάν το καθετί τιμωρούνταν.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να διεξαχθεί ένα παιχνίδι αν οι περισσότεροι από τους κανόνες του παραβιάζονται. Δεν θα υπήρχε λόγος να ονομάζουμε ένα παιχνίδι baseball εάν κανένας κανόνας του δεν εφαρμόζονταν και είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα παιχνίδι όταν ελάχιστοι από τους κανόνες εφαρμόζονται.
Από την άλλη μεριά είναι δύσκολο να φαντάζεται κάποιος μια κοινωνία μέσα στην οποία ένα συγκεκριμένο παιχνίδι παίζεται μόνο όταν κάθε κανόνας εφαρμόζεται. Αλλά και προσκόλληση σε κάθε κανόνα δεν είναι πάντοτε ουσιώδες στην πραγματοποίηση ενός παιχνιδιού με έναν πραγματικό νικητή.
Άλλες σημαντικές απόψεις στο θέμα αυτό είναι της Pearson και του Lockean. Η Pearson (1973) αναφέρει ότι: «Ένα συγκεκριμένο παιχνίδι ορίζεται από τους κανόνες του και οι κανόνες ενός παιχνιδιού είναι ο ορισμός του. Εάν ο παίχτης εσκεμμένως παραβιάζει τους κανόνες του παιχνιδιού, εσκεμμένως δεν παίζει το παιχνίδι».
Εάν μία πράξη σχεδιάζεται από έναν πρόθυμο συμμετέχοντα σε μια δραστηριότητα να παρέμβει στο σκοπό της δραστηριότητας, τότε η πράξη μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το σκόπιμο- έξυπνο foul (φάουλ, μια ενέργεια που δεν είναι σύμφωνη με τους κανονισμούς) στον αθλητισμό είναι μια ανήθικη πράξη. Βέβαια όταν αναφερόμαστε στις ανήθικες πράξεις από την πλευρά των αθλητών, τις ονομάζουμε αντιαθλητικές και όχι σύμφωνες με τις αρχές του αθλητισμού.
Ο  Lockean υποστηρίζει ότι ένα συγκεκριμένο παιχνίδι δεν είναι τίποτα περισσότερο από τους κανόνες του. Τα προβλήματα ταυτότητας και ποικιλίας παιχνιδιών δημιουργούνται από τους κανόνες του κάθε παιχνιδιού. Όμοια παιχνίδια έχουν όμοιους κανόνες και διαφορετικά παιχνίδια έχουν διαφορετικούς κανόνες. Ακόμη, η φαντασία διαφορετικών παιχνιδιών με όμοιους κανόνες είναι δυνατή επειδή τα παιχνίδια παίζονται σε πλαίσιο διαφορετικών κοινωνικών συνηθειών και διευκολύνσεων. Επίσης, μπορούμε να φανταστούμε όμοια παιχνίδια με διαφορετικούς κανόνες επειδή οι κοινωνικές συνήθειες και διευκολύνσεις αρνούνται τις διαφορές κανόνων στην πράξη. 
Ένας από τους σκοπούς του παιχνιδιού είναι να αξιολογείται η ικανότητα των συμμετεχόντων. Στην περίπτωση λοιπόν που κάποιος εσκεμμένως παραβιάζει τους κανόνες ενός παιχνιδιού, τότε εσκεμμένως παρεμβαίνει στο τεστ ικανότητας των συμμετεχόντων. Γενικά οι εξαπατητές γνωρίζουν πολύ καλά, ότι προσπαθούν να μειώσουν τις ευκαιρίες του αντιπάλου σε ένα τεστ ικανότητας.
Το κοινωνικό περιεχόμενο των περισσοτέρων αθλημάτων δεν είναι ίδιο με αυτό που γνωρίζει το κοινό. Ένα τεστ ικανότητας με αυστηρή υπακοή στους κανόνες είναι ο σκοπός του baseball μόνο για ένα μικρό αριθμό ατόμων. Μπορούμε να πούμε ότι είναι σωστό να μιλάμε για παιχνίδια που έχουν σκοπό, τα παιχνίδια όμως φαίνεται να έχουν πολλούς σκοπούς. Για παράδειγμα, εξυπηρετεί τους σκοπούς της προσφοράς εισοδήματος στους ιδιοκτήτες και στους παίχτες, μια απογευματινή ενασχόληση για τον φίλαθλο, ένα «εθνικό hobby» για τον οπαδό.

Σύντομη ιστορική αναδρομή

Στην αρχαία Ελλάδα η νίκη στους μεγάλους αγώνες και ιδιαίτερα στους Ολυμπιακούς, ήταν η μεγαλύτερη δόξα που μπορούσε να αποκτήσει ο νέος. Η νίκη αυτή έπρεπε να είναι σύμφωνη με τους κανόνες και τις αρχές της εποχής και βέβαια να συνδυάζεται με ευγένεια χαρακτήρα και ωραίους τρόπους. Τους αθλητές έπρεπε να τους χαρακτηρίζει «Αιδώς» δηλαδή ευγένεια, σεβασμός, τιμιότητα και μετριοφροσύνη. Χωρίς την αιδώ ο αθλητής έχανε την εύνοια των θεών, οι οποίοι δε θα αργούσαν να τιμωρήσουν αυτόν, ο οποίος είχε ξεπεράσει τα όρια που όριζαν οι θεοί για τους ανθρώπους. Η αιδώς ήταν αντίθετη από αυτή που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν «Ύβρις» και η οποία τιμωρούνταν από τη Νέμεση. Η αιδώς ήταν αυτή που έκανε τον αθλητή αγαπητό όχι μόνο στους θεούς αλλά και στους ανθρώπους και εμπόδιζε το νέο να κάνει κακή χρήση της δύναμής του ή να επιδιώξει τη νίκη με αθέμιτα μέσα. Η αιδώς υπενθύμιζε στον αθλητή να σέβεται τον αντίπαλο του, διότι χωρίς αυτόν
δεν θα υπήρχε αγώνας και τον προέτρεπε να δεχθεί τις αποφάσεις των κριτών και των επισήμων των αγώνων χωρίς διαμαρτυρία.
Η φιλοσοφία και η θρησκεία της εποχής ζητούσαν μέσω της Φυσικής Αγωγής και του Αθλητισμού να δημιουργήσουν νέους δυνατούς και αποφασιστικούς, αλλά συγχρόνως νέους με εγκράτεια, μετριοφροσύνη και με έλλειψη κάθε είδους υπερβολής. Στην τέχνη της εποχής φαίνεται η ήπια και χωρίς υπεροψίας όψη των νικητών αθλητών με χαρακτηριστικό τους γνώρισμα το σεμνό μειδίαμα.
Εξαιρέσεις του κανόνα υπήρχαν και φυσικά και στην αρχαία Ελλάδα. Ίσως το έξυπνο-σκόπιμο φάουλ δεν είναι εφεύρεση του σύγχρονου κόσμου. Σε ένα αττικό αγγείο του 6ου αιώνα π.Χ. φαίνεται ένας αθλητής πυγμαχίας να χτυπά τον αντίπαλο του στα γεννητικά όργανα. Επίσης, σε έναν αττικό κύλικα του 5ου αιώνα π.Χ. ένας αθλητής προσπαθεί να αποφύγει μια άσχημη λαβή τοποθετώντας το δάκτυλο του στο μάτι του αντιπάλου του.
Γενικότερα όμως οι ενέργειες αυτές, οι οποίες δεν ήταν σύμφωνες με τις αρχές και τους κανόνες, ήταν κατακριτέες και τιμωρούνταν πολύ αυστηρά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα πρόστιμα που επέβαλαν οι Ελλανοδίκες. Τα πρόστιμα ήταν αρκετές φορές τόσο μεγάλα, ώστε όταν οι αθλητές αδυνατούσαν να πληρώσουν, υποχρεώνονταν οι πόλεις τους να εξοφλήσουν το χρέος προς τον Ολύμπιο Δία, επί ποινή αποκλεισμού. Με τα χρήματα από τα πρόστιμα κατασκευάζονταν αγάλματα του Δία, γνωστά ως Ζάνες. Στη βάση των αγαλμάτων αναγράφονταν ο λόγος της τιμωρίας του αθλητή ή της πόλης, ώστε αυτό να λειτουργεί ως παράδειγμα αποφυγής μελλοντικών «εξαπατητών», που θα προσβάλλουν την ιστορία της Ολυμπίας.  

Κριτική και φιλοσοφική προσέγγιση 

Ο Lehman Craig, συγγραφέας του άρθρου, δεν καταδικάζει τις ενέργειες των εξαπατητών ούτε και προτείνει την τιμωρία τους. Αντιθέτως, ίσως τους δικαιολογεί με βάση την κοινή λογική και την κοινωνική πρακτική.
Η προσπάθεια του συγγραφέα να προσεγγίσει το θέμα της εξαπάτησης στον αθλητισμό είναι ιδιαίτερα αξιόλογη για τη χρονική περίοδο της συγγραφής του άρθρου. Στην εποχή που ζούμε όμως, το άρθρο αυτό δε δύναται να καλύψει πολύπλευρα και με επάρκεια το θέμα που διαπραγματεύεται. 
Οι εξαπατητές στον αθλητισμό και στη κοινωνία πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά, ώστε να αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγή. Η ηθική πρόοδος του αθλητισμού θα σημάνει και την ηθική πρόοδο της κοινωνίας των ανθρώπων. Η αλήθεια είναι ότι ένα παιχνίδι δεν είναι μόνο κανόνες. Από την άλλη μεριά όμως, δε νοείται παιχνίδι χωρίς κανόνες. Πρέπει να πειθαρχούμε στους κανόνες χωρίς να φτάνουμε στο σημείο να είμαστε τυπολάτρες.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας και η επιστήμη του αθλητισμού μπορούν να βοηθήσουν τους άρχοντες των παιχνιδιών, να ελαχιστοποιήσουν τα λάθη τους και να έχουν λιγότερες απώλειες στον έλεγχο των παραβάσεων. Αν εξετάσουμε την πλευρά των προθέσεων των εξαπατητών τότε ίσως να μπορούμε να τους κατατάξουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η μία κατηγορία είναι αυτών που ενσυνείδητα, δηλαδή επίτηδες, παραβιάζουν τους κανόνες για να ωφεληθούν. Στην άλλη κατηγορία ανήκουν όσοι παραβίασαν κανόνες ασυνείδητα ή κατά λάθος.
Για παράδειγμα κάθε οδηγός γνωρίζει ότι πρέπει να σταματήσει στο κόκκινο χρώμα του φαναριού, έστω κι αν ο δρόμος είναι άδειος από αυτοκίνητα και πεζούς. Στην περίπτωση που περάσει με κόκκινο και τον «πιάσουν» τιμωρείται αυστηρά. Τί γίνεται όμως στην περίπτωση που πέρασε το κόκκινο φανάρι γιατί έπρεπε να μεταφέρει ένα συγγενικό του πρόσωπο, το οποίο χρειάζονταν άμεση ιατρική περίθαλψη, στο νοσοκομείο.
Συνεπώς είναι θετικό να υπάρχει μια κλίμακα αξιολόγησης-τιμωρίας των σφαλμάτων, ώστε τα μηνύματα που θα εκπέμπονται από τον πειθαρχικό έλεγχο να είναι σαφή και να δηλώνουν καθαρά σε ποια κατηγορία εξαπατητών απευθύνονται.
Μέσα από τις δράσεις του αθλητισμού κάθε νέος μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί, να αποκτήσει αρετές και ηθικές αξίες. Στον αντίποδα όμως βρίσκεται και η αφομοίωση κακών συνηθειών αλλά και άσχημων τρόπων συμπεριφοράς. Είναι ιδιαίτερα θλιβερό να γινόμαστε μάρτυρες εικόνων όπου προπονητές δίνουν εντολή σε συγκεκριμένες στιγμές για σκόπιμο φάουλ ή όπως το χαρακτηρίζουν «έξυπνο φάουλ». Με την εντολή αυτή, οι προπονητές διδάσκουν το νέο να ενεργεί ενσυνείδητα εναντίον των κανόνων και να πράττει αντιαθλητικά. Τα προβλήματα που απορρέουν από αυτή τη διδασκαλία είναι ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος ο νέος να εφαρμόσει «έξυπνο φάουλ» στις σχέσεις του στην κοινωνία ή στους νόμους του κράτους. Ο νέος τότε θα διαπιστώνει ότι τελικά κάθε άλλο παρά έξυπνο ήταν, αλλά τότε θα είναι αργά…
Το προαναφερόμενο θλιβερό γεγονός είναι βέβαιο ότι προσβάλλει τη φιλοσοφία του αθλητισμού. Δυστυχώς το γεγονός αυτό συντηρείται στις μέρες μας, αφού το διαπιστώνουμε συχνά σε όλα σχεδόν τα αθλήματα παρακολουθώντας τους αγώνες. Αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στην κοινωνική πρακτική και συνήθεια ή στις απόψεις τύπου «έτσι είναι ο κόσμος και δεν αλλάζει». Πιθανότατα οφείλεται στο σκοπό που αγιάζει τα μέσα δηλαδή τη νίκη. Ο πόθος για νίκη, με όλα τα οφέλη που συνεπάγονται(χρήματα, δόξα, τίτλοι κ.α.), καταλύει πολλούς ηθικούς φραγμούς. Απορίες, αν όχι λύπη και απέχθεια, προκαλούν οι δηλώσεις γνωστών προπονητών σε όλο τον κόσμο που σχετίζονται με τον όρο νίκη. Τι να σκεφτεί κάποιος ακούγοντας δηλώσεις όπως: «νίκη πάση θυσία», «η νίκη δεν είναι απλά το πιο σπουδαίο πράγμα, είναι το παν», «νίκη ή θάνατος», «η ήττα και η αποτυχία είναι εχθροί μου» ;
Ευτυχώς υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις όπως αυτή του Pierre de Coubertin, ο οποίος πίστευε ότι το πραγματικό νόημα της ζωής δεν είναι η νίκη, αλλά η πάλη. Η επιδίωξη δεν είναι το να νικήσει κανείς, αλλά να αγωνισθεί καλά.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν νέες μορφές εξαπάτησης. Οι αθλητές και οι αθλήτριες έχοντας στόχο τη μεγιστοποίηση της αποδοχής τους, κάνουν χρήση στεροϊδών και αναβολικών ουσιών. Η ενέργεια αυτή είναι ανήθικη, ενάντια στις εναγώνιες διατάξεις και βλάπτει ανεπανόρθωτα τη σωματική και ψυχική υγεία των αθλητών και αθλητριών που κάνουν χρήση. 
Μια παρόμοια περίπτωση είναι η τεχνική doping (ντόπινγκ) αίματος που και αυτή αντίκειται στο πνεύμα του «ευ αγωνίζεσθαι». Η ισονομία και η δικαιοσύνη που χαρακτηρίζει τον υγιή αθλητικό συναγωνισμό έγκειται στο γεγονός ότι όλοι οι αθλητές είναι ίσοι προ των κανόνων και ότι όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες για επίτευξη νίκης, μια νίκη που θα έχει αξία και νόημα.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας σε συνδυασμό με την πρόοδο της επιστήμης της γενετικής στο εγγύς μέλλον θα μας φέρει αντιμέτωπους με μια νέα μέθοδο doping, ονομαζόμενη ως «γενετικό doping». Θα υπάρχει η δυνατότητα παρέμβασης στο ανθρώπινο DNA με στόχο τη βελτίωση φυσιολογικών παραμέτρων. Το βέβαιο είναι ότι τότε θα δημιουργηθεί ο αθλητής-μηχανή και αυτό θα είναι ίσως η χαριστική βολή στο «οικοδόμημα» του αθλητισμού. Στην περίπτωση αυτή καταλύεται κάθε έννοια αθλητικού συναγωνισμού μεταξύ αθλητών και δημιουργείται μια νέα απαράδεκτη έννοια, αυτή του συναγωνισμού μεταξύ «ρομπότ». 
Ο αθλητισμός δεν αποτελεί ένα αποκομμένο στοιχείο από το πολιτισμικό οικοδόμημα της κοινωνίας των ανθρώπων. Αντιθέτως αποτελεί ένα μεγάλο και ζωντανό  μέρος του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι κάθε εποχής. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται η επιστήμη της Φυσικής Αγωγής, ώστε να διασαφηνίζει τα πολιτιστικά δρώμενα και να προάγει το επίπεδό τους. Αν δεν καταδικάσουμε την εξαπάτηση στον αθλητισμό, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να φτάσουμε στην κοινωνική πρακτική που λέει «επιτρέπεται το κλέψιμο, αρκεί να μη σε πιάσουν». 
Το παιχνίδι και οι αθλητικές δραστηριότητες στην παιδική ηλικία είναι σημαντικά επειδή αντανακλούν εμπειρίες που τα άτομα συναντούν καθώς εντάσσονται στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο (McPherson, Curtis & Loy, 1989).
Ο αθλητισμός έχει την ικανότητα να διαμορφώνει έναν υγιή και ισχυρό χαρακτήρα στους νέους και τις νέες. Ο αθλητισμός έχει να κάνει με ευγενή άμιλλα. Η ευγενής άμιλλα είναι «ελευθερία» επειδή ο αθλητής επιλέγει ελεύθερα
να συμμετέχει στον αθλητισμό και «ισότητα» επειδή αποδέχεται να τηρήσει τους κανόνες που ισχύουν για όλους. Οι αθλητές λοιπόν έχουν ηθική υποχρέωση να αποδεχτούν τους κανόνες και να δεσμευτούν στο στοιχείο που οι κανόνες φτιάχτηκαν να προωθήσουν, δηλαδή την ευγενή άμιλλα (Shields & Bredemeier, 1995).
Αργά ή γρήγορα ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις υπερβολικά μεγάλες για να τις χειριστούμε. Στην καθημερινή μας ζωή μπορούμε να τις αποφύγουμε, στον αθλητισμό όμως δε μπορούμε και αυτό είναι που μας οδηγεί στις πιο μεγάλες ανακαλύψεις άγνωστων πτυχών του εαυτού μας.
Συμπερασματικά λοιπόν, η εξαπάτηση στο χώρο του αθλητισμού είναι μεγάλη πληγή. Οι εξαπατητές προσβάλλουν και μολύνουν τον ωραίο αυτό χώρο και για αυτό το λόγο πρέπει να πάρουν «κόκκινη κάρτα» δηλαδή να αποβληθούν. Η ανάγκη για εξυγίανση του αθλητισμού προβάλει επιτακτική. Ο δρόμος προς την εξυγίανση και την ηθική πρόοδο είναι μεγάλος, αλλά και κάθε μακρύ ταξίδι ξεκινά με ένα μικρό βήμα. Έτσι οι αρμόδιοι φορείς του αθλητισμού θα πρέπει να κάνουν μια αυτοκριτική και να θέσουν το ερώτημα «η υπάρχουσα αθλητική νοοτροπία που μας κατατάσσει στη σφαίρα της ηθικής;».                              



Βιβλιογραφία

Delattre, Edwin J. “Some Reflections on Success and Failure in Competitive Athletics.” Journal of the Philosophy of Sport (1976) II133 – 139.
Fraleigh, Warren P. “Performance – Enchancing Drugs in Sport: The Ethical Issue” Journal of the Philosophy of Sport (1985) 11: 23 – 29.
Keating, James W. “Sportsmanship as a Moral Category.” Ethics, (1964) LXXV 25 – 35.
Lehman, Craig K. “Can Cheaters Play the Game?” Journal of the Philosophy of Sport 
(1981) 41 - 46.
Locke, John. Essay Concerning Human Understanding. Many editions.
McPherson, B. D., Curtis, J. E., & Loy, J. W. “The social significance of sport: An introduction to the sociology of sport.” Champaign, IL: Human Kinetics. (1989).
Μουρατίδης, Ιωάννης. «Ιστορία Φυσικής Αγωγής», Θεσσαλονίκη (1998). Εκδόσεις Χριστοδουλίδη.  
Μουρατίδης, Ιωάννης. «Θέματα Φιλοσοφίας Φυσικής Αγωγής», Θεσσαλονίκη. Εκδόσεις Χριστοδουλίδη.  
Pearson, Kathleen. “Deception, Sportsmanship, and Ethics.” Quest, (1973) XIX 115 – 118.
Shields, D., & Bredemeier, B. (1995). Character development and physical activity. Champaign, IL: Human Kinetics.
Σταμίρης, Γιάννης. «Κοινωνιολογία του Αθλητισμού», Αθήνα. Ιατρικές Εκδόσεις Ζήτα.
Suits, Bernard. “What is a game?” Philosophy of Science, Vol. 34, No 2 (1967) 148- 156.
ΥΠ.Ε.Π.Θ. – ΑΘΗΝΑ 2004. «Ολυμπιακοί Αγώνες. Αναφορές – Προσεγγίσεις.» Αθήνα 2001.Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου